υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… … Dictionary of Greek
υστέρηση — η 1. το να είναι ή να μένει κανείς ύστερος, καθυστέρηση. 2. (φυσ.), η καθυστέρηση στην εκδήλωση ενός φυσικού αποτελέσματος, το οποίο δε συμβαδίζει με το αίτιο χρονικά, αλλά επακολουθεί ύστερα από σημαντικό χρονικό διάστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑστερήσηι — ὑστέρημα shortcoming fem dat sg (epic) ὑστέρησις fem dat sg (epic) ὑστερήσῃ , ὑστερέω to be behind aor subj mid 2nd sg ὑστερήσῃ , ὑστερέω to be behind aor subj act 3rd sg ὑστερήσῃ , ὑστερέω to be behind fut ind mid 2nd sg ὑ̱στερήσῃ , ὑστερέω to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσλεξία — Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά. Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν… … Dictionary of Greek
παραμαγνητισμός — Ιδιότητα μερικών σωμάτων να μαγνητίζονται ελαφρά όταν βρεθούν σε ένα μαγνητικό πεδίο, κατά τη διεύθυνση αυτού του ίδιου του πεδίου. Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην υπάρχουσα εκ δομής μαγνητική ροπή των ατόμων (ή μορίων) που συγκροτούν τα… … Dictionary of Greek
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… … Dictionary of Greek
χρονικός — ή, ό / χρονικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρόνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῑς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.) 2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α … Dictionary of Greek
Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… … Dictionary of Greek
απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… … Dictionary of Greek